- αὐξανόμενον
- αὐξάνωincreasepres part mp masc acc sgαὐξάνωincreasepres part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισυστέλλομαι — ἐπισυστέλλομαι (Α) [συστέλλομαι] 1. συστέλλομαι, περιορίζεται το μέγεθός μου 2. (για ύφος λόγου) παρουσιάζω συστολή, σεμνότητα («ἐπισυστελλόμενον καὶ αὐξανόμενον τὸ πρέπον», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
μετεισδύνω — (Α) (ιδίως για τα καρκινοειδή) βγαίνω από το πρώτο όστρακο, όταν αυξάνομαι, και εισέρχομαι σε άλλο μεγαλύτερο («αὐξανόμενον μετεισδύνει είς ἄλλο ὄστρακον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + εἰσ δύνω «εισέρχομαι»] … Dictionary of Greek